μουνούχισμα

μουνούχισμα
το [μουνουχίζω]
ευνουχισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μουνούχισμα — το ο ευνουχισμός, η αφαίρεση των γεννητικών αδένων ανθρώπου ή ζώου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευνούχισμα — και μουνούχισμα, το [ευνουχίζω] ευνουχισμός …   Dictionary of Greek

  • εκτόμηση — η (ιατρ.), μουνούχισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευνουχισμός — ο 1. αφαίρεση των γεννητικών αδένων αρσενικού ζώου ή ανθρώπου, αλλ. μουνούχισμα. 2. μτφ., αφαίρεση ικανότητας ή δικαιώματος από τον άνθρωπο: Ευνουχισμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”